ξάπλωμα

ξάπλωμα
[ксаплома] ουσ. о. растягивание, расстилание,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξάπλωμα" в других словарях:

  • ξάπλωμα — το [ξαπλώνω] 1. άπλωμα 2. κατάκλιση, πλάγιασμα 3. επέκταση, διάδοση …   Dictionary of Greek

  • ξάπλωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξαπλώνω, πλάγιασμα, κατάκλιση, άπλωμα. 2. μτφ., φόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξάπλωμα — και ξάπλωμα, το (Μ [ἐ]ξάπλωμα, το) [εξαπλώνω] 1. εξάπλωση 2. ξάπλωμα, κατάκλιση 3. επέκταση, διάδοση μσν. ρίξιμο στο έδαφος και συνεκδ. ήττα («ξάπλωμα τού Δρακόκαρδου», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • ανάκλιση — η (Α ἀνάκλισις) [ἀνακλίνω] 1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα 2. νεοελλ. ανασήκωμα 3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση τού βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση τής συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία,… …   Dictionary of Greek

  • ανάπτωσις — ἀνάπτωσις, η (AM) πτώση προς τα πίσω μσν. 1. χαλαρότητα, ατονία, απραξία 2. (για ύφος) έλλειψη ζωντάνιας, ατονία αρχ. κατάκλιση, ξάπλωμα …   Dictionary of Greek

  • ευπροσωποκοίτης — εὐπροσωποκοίτης, ὁ (Α) φρ. «τύχαι εὐπροσωποκοῑται» ευνοϊκή τύχη, που έπεσε ευνοϊκά σαν την καλή πλευρά τού ζαριού (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ πρόσωπος + κοίτης (< κοίτη «κρεβάτι, ξάπλωμα»), πρβλ. α κοίτης, παρα κοίτης] …   Dictionary of Greek

  • ξαπλωσιά — η [ξαπλώνω] ξάπλωμα, ξάπλα, κατάκλιση …   Dictionary of Greek

  • ξαπλωταριό — το 1. ξάπλα, ξάπλωμα, κατάκλιση 2. τόπος όπου ξαπλώνει κάποιος, χώρος κατάκλισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαπλωτός + κατάλ. αριό (πρβλ. ασκητ αριό)] …   Dictionary of Greek

  • παραξάπλωμα — το [παραξαπλώνω] ξάπλωμα περισσότερο από το κανονικό …   Dictionary of Greek

  • υποκατάκλισις — ίσεως, ἡ, ΜΑ [ὑποκατακλίνω] μσν. πλαγιασμα, ξάπλωμα κάτω από κάτι αρχ. (κυρίως μτφ.) α) υποταγή β) ταπείνωση …   Dictionary of Greek

  • άπλωμα — το, ατος 1. το να απλώνει κανείς, ξάπλωμα, τέντωμα: Τι άπλωμα είναι αυτό των ποδαριών σου; 2. το να αφήσουμε κάτι στο ύπαιθρο, για να στεγνώσει, να ξεραθεί: Δεν είχε τελειώσει το άπλωμα της μπουγάδας, όταν τη φώναξαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»